Ορισμός της μάθησης

 

Η μάθηση χαρακτηρίζεται ως η ικανότητα αντίληψης και κατανόησης του περιβάλλοντος και των νόμων που το διέπουν καθώς και ως η απόκτηση ειδικών γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων με τις οποίες το άτομο αντιμετωπίζει ή υπερβαίνει τις δυσκολίες προσαρμογής τους στις ποικίλες συνθήκες του περιβάλλοντος επιλύοντας ποικίλα προβλήματα και αναπτύσσοντας σχέσεις αλληλεπίδρασης με αυτό.

Κατά μία άλλη έννοια, μάθηση είναι η μόνιμη μεταβολή της συμπεριφοράς του ατόμου, η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα της εμπειρίας και της άσκησης. Ένας άλλος παρόμοιος ορισμός της μάθησης αναφέρεται στη δραστηριότητα ενός οργανισμού που επιφέρει μια σχετικά σταθερή αλλαγή στη συμπεριφορά του.

Είναι, πάντως, αποδεκτό ότι οι αλλαγές στη συμπεριφορά είναι εκδηλώσεις της μάθησης και ότι μπορούμε να τις θεωρούμε ως αλλαγές της μάθησης. Κατά τον Stones, μπορούμε να διακρίνουμε τις αλλαγές της συμπεριφοράς από τις διαδικασίες που συμβαίνουν μέσα στον οργανισμό, οι οποίες αποτελούν τις βάσεις αυτών των αλλαγών. Από το ένα μέρος έχουμε τις πραγματικές αλλαγές, οι οποίες συνίστανται

κυρίως σε μεταβολές του κεντρικού νευρικού συστήματος και αυτές αποτελούν τη μάθηση και από το άλλο μέρος έχουμε τα εξωτερικά γνωρίσματα της μάθησης, τα οποία ονομάζουμε εκδηλώσεις. Η πολυπλοκότητα των αλλαγών μέσα στον οργανισμό που συμβαίνουν με τη μάθηση εξαρτάται κατά ένα μέρος από την πολυπλοκότητα του

κεντρικού συστήματος και κατά ένα μέρος από την εμπειρία της ζωής του οργανισμού.

Το τελικό αποτέλεσμα διαπιστώνεται με την πολυπλοκότητα των εκδηλώσεων. Οι σταθερές αυτές αλλαγές που συμβαίνουν σε έναν οργανισμό με τη μάθηση, είναι αλλαγές που τον καθιστούν ικανό να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τη νομοτέλεια του περιβάλλοντος. Η μάθηση είναι μια διαδικασία που οδηγεί στη μεταβολή της

συμπεριφοράς του υποκειμένου. Η μεταβολή της συμπεριφοράς, που προκύπτει από τη μάθηση, είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας και της άσκησης. Τέλος, η μεταβολή της συμπεριφοράς, που προκύπτει από τη μάθηση, είναι σταθερή και μόνιμη.